ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  χιώνω
μέρος του λόγου:  Ρήμα
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  Από το γράμμα χι και το επίθημα -ώνω, ως απόδοση του νοήματος της φράσης "ρίχνω χι".
σημασία:  

Διαγράφω, απορρίπτω κάποιον ή κάτι.

 

θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  

 ρίχνω άκυρο, ρίχνω χι

 

αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:   Την τελευταία μέρα με χίωσε ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΑΤΑ. Ενώ ήμασταν μια χαρά. μιλούσαμε. γελούσαμε. κομπλέ, σε κάποια φάση -εγώ ήμουν λιώμα εντωμεταξύ- γυρνάω και του λέω πάμε μια βόλτα γιατί δεν αισθάνομαι καλά και μου αρνείται. 
προέλευση:  

forum.cosmopolitan.gr

 

 

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  04-05-2014 09:47:16 AM
συγγραφέας:  Φουρνoγεράκη Θεώνη

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ χ - Χ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.118.144.109