λήμμα:> | χουντάλας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη χούντα και το επίθημα -άλας (κατά το "πείνα - πεινάλας"). |
σημασία: | Ο οπαδός της χούντας, ο χουντικός. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Έγινε και ο χουντάλας Χάρρυ αριστερός. Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, όπως έλεγε ο μέγας Τσαρούχης. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 10:00:42 AM |
συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |