| λήμμα:> | μαδαφάκας, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη motherfucker (ο "γαμώ τη μάνα σου"). |
| σημασία: | Ο μαλάκας. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Χαιρέκακος μαδαφάκας, γαμώ τις θεωρίες τους γαμώ. |
| προέλευση: | insomnia.gr
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Υβριδικός σχηματισμός. |
| γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 16:25:10 PM |
| συγγραφέας: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |