λήμμα:> | λεβεντομαλάκας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις λεβέντης και μαλάκας. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάποιον που νομίζει ότι είναι λεβέντης αλλά συμπεριφέρεται ως μαλάκας. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ο λεβεντομαλάκας πολιτικός νόμιζε ότι μας κορόιδεψε όλους και ότι κέρδισε την καρδιά μας, άρα και την ψήφο μας. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 16:55:41 PM |
συγγραφέας: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |