ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  σαβουρογάμης/σαβουρογαμιάς/σαβουρογαμήκουλας, ο
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  Από τις λέξεις σαβούρα και γαμάω.
σημασία:  Χαρακτηρισμός για κάποιον που επιδιώκει σεξουαλική επαφή με όποια γυναίκα βρει, ακόμη κι αν είναι άσχημη.
θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  μπαζογαμιάς
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  

- Άμα γαμείς ό,τι σου κάνει γούστο, δεν είσαι σαβουρογάμης, γουστογάμης είσαι.  Σαβουρογάμης είναι αυτός που πηδά ό,τι κινείται, έχει δύο πόδια και μια τρύπα ανάμεσα. - Σωστό αλλά το θέμα του γούστου ξέρεις είναι πολύ υποκειμενικό. Συχνά συμβαίνει αυτό που αρέσει στον Α να το βρίσκει ο Β από αδιάφορο έως και αποκρουστικό ακόμα, οπότε με τα μέτρα του Β ο Α είναι σαβουρογάμης, άσχετα που ο ίδιος όταν είναι στο κρεβάτι με τη δικιά του μπορεί να φαντάζεται ότι πηδάει τη σωσία της Μόνικα Μπελούτσι.

προέλευση:  

phorum.gr

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  30-04-2014 20:56:27 PM
συγγραφέας:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ σ - Σ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 3.145.180.38