| λήμμα:> | ένα κι ένα μίλκο |
| μέρος του λόγου:> | Φράση |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Από τη μάρκα Μίλκο σοκολατούχου γάλακτος. |
| σημασία: | Λέγεται υποτιμητικά για κοντό άνθρωπο (ύψος ένα μέτρο κι ένα μίλκο). |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Η Μούσα της παγκόσμιας μόδας έχει μπόι ένα κι ένα μίλκο, κι αν τη βάλεις μέσα σε ένα πλακούντα είναι ντιπ σαν έμβρυο. |
| προέλευση: | marymary.gr
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 13:08:09 PM |
| συγγραφέας: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |