λήμμα:> | μαγκαϊβεριά, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τον McGyver (ήρωα τηλεοπτικής σειράς προηγούμενων δεκαετιών που φημιζόταν για την εφευρετικότητά του). |
σημασία: | Χαρακτηρίζει ευφάνταστη και πρωτότυπη χρήση υλικών με απρόσμενα θετικό αποτέλεσμα ή ανεύρεση λύσης σε θέμα που αφορά τη τεχνολογία. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Μιά μικρή «Μαγκαϊβεριά» λοιπόν για ένα γρήγορο σνακ για συνοδεία nachos από την φίλη μου την Εύα.
2) Το άλλο φρέσκο twist της ταινίας είναι τεχνικό, η Μαγκαϊβεριά με την βιντεοκάμερα να δένεται πάνω στον σκελετό ενός περιστρεφόμενου ανεμιστήρα που πανάρει απειλητικά αριστερά-δεξιά τον χώρο. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 18:17:14 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |