λήμμα:> | μανουριάζω/μανουριάζομαι |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη μανούρα και το επίθημα -ιάζω. (Το ρήμα μανουριάζω καταγράφεται στο "Λεξικό της πιάτσας" του Ζάχου, 1981.) |
σημασία: | α) Εκνευρίζομαι με κάτι/κάποιον. β) Τσακώνομαι με κάποιον. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | α) Μετά μανουριάζομαι από μόνη μου, γιατί κάνω εικόνα τον άντρα που πέφτει.
β) Μανουριάζω με έναν τύπο, μου ρίχνει πολύ ξύλο, πέφτω, λιπόθυμος, σηκώνομαι. Που είναι η κότα να τον γαμήσω;! Φίλε, έχει περάσει μια εβδομάδα. |
προέλευση: | α) lifo.gr β) twitter.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 18:35:01 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |