λήμμα:> | μανταλάκιας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το ουσιαστικό μανταλάκι. |
σημασία: | Ο αδέξιος, ο άγαρμπος (αυτός που φαίνεται να αγγίζει κάτι σαν να έχει μανταλάκια στα δάχτυλά του). |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ο γκολκίπερ του παρακάτω βίντεο πρέπει να είναι ο κλασικός «μανταλάκιας» που λέγαμε παλιά! Απολαύστε τον στο κλιπάκι που ακολουθεί και να είστε σίγουροι ότι θα μείνετε με την ασχετοσύνη του, αφού το γκολ που τρώει (το δεύτερο, και όχι το πρώτο) είναι από 40 μέτρα μακριά! |
προέλευση: | sportygossip.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 18:37:26 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |