λήμμα:> | μαμάω, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Αντί για το "γαμάω". |
σημασία: | Ο καταπληκτικός, "γαμάτος", "και γαμώ". |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ρε φιλαράκι, πρώτη φορά σου απαντάω αλλά μου την έχεις δώσει, μιλάς θαρρείς και είσαι ο μαμάω του site, η άποψη σου είναι πάντα η σωστή. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 18:40:51 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |