λήμμα:> | μένω καρότο |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Ξαφνιάζομαι ή εκπλήσσομαι με κάτι, με αποτέλεσμα να μείνω άναυδος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | μένω μα(β)λάκας, μένω παγωτό |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Μετάνιωσα που δεν τον πλησίασα να του δώσω κανένα ευρώ, αλλά το σοκ ήταν τόσο μεγάλο, που έμεινα καρότο και παρακολουθούσα με γουρλωμένα μάτια. |
προέλευση: | enikos.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 18:46:02 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |