λήμμα:> | μένω μα(β)λάκας |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Ξαφνιάζομαι ή εκπλήσσομαι με κάτι, με αποτέλεσμα να μείνω άναυδος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | μένω καρότο, μένω παγωτό |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Έμεινα μαλάκας να κοιτάζω την οθόνη να δω αν μου κάνουν πλάκα! Τόσο θράσος! |
προέλευση: | generation10.org |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 18:53:58 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |