λήμμα:> | μένω παγωτό |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Ξαφνιάζομαι ή εκπλήσσομαι με κάτι, με αποτέλεσμα να μείνω άναυδος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | μένω καρότο, μένω μα(β)λάκας |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Αν δουλέψεις Android 4.4, θα εκπλαγείς με το memory management του λειτουργικού. Το δοκίμασα σε Galaxy S3 και έμεινα παγωτό. |
προέλευση: | techmaniacs.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 18:57:14 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |