λήμμα:> | σάντουιτς, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Στάση συνουσίας με γυναίκα ανάμεσα σε δύο άντρες. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Όταν παίρνεις σάντουιτς μια γκόμενα με φίλο σου, πρόσεξε πού θα ρίξεις τα σκάγια. |
προέλευση: | digme.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 21:05:58 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |