λήμμα:> | μαμιάς, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Αντί για το "γαμιάς". |
σημασία: | Αυτός που έχει μεγάλες σεξουαλικές επιδόσεις, ο γαμιάς. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | πήδουλας |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Δηλαδή αν κάποιος είναι πραγματικά μαμιάς, το έχει χορτάσει τόσο πολύ που μπορεί να δει μια γυμνή γυναίκα μπροστά του με ανοιχτά τα πόδια και να συνεχίζει να διαβάζει το βιβλίο του αδιάφορα. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 22:47:53 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |