λήμμα:> | μουνίλα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη μουνί και το επίθημα -ίλα, κατά τα "ιδρωτίλα", "τσιγαρίλα". |
σημασία: | Η μυρωδιά από τα γυναικεία γεννητικά όργανα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Το ”αιδοίο θήλεος” γνωστό και ως ”Μουνίλα” είναι το νέο άρωμα για την ικανοποίηση των αισθήσεων ενός άντρα! |
προέλευση: | troglodytes.co |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 22:56:02 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |