λήμμα:> | σαπίζω |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτα, τεμπελιάζω. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | _ |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Θα το βαφτίσω προσωπικό ρεπό γιατί όλο κάτι έκανα κάθε μέρα, οπότε τώρα σαπίζω κυριολεκτικά, σε λίγο θα βγάλω ρίζες στο κρεβάτι και δε με χαλάει καθόλου. |
προέλευση: | mirandaki.blogspot.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 21:07:57 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |