| λήμμα:> | μουρλάκιας, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη μουρλός και το επίθημα -άκιας. |
| σημασία: | Ο μουρλός, ο τρελός. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ο απλός μουρλάκιας δεν περνάει καθόλου καλά και είναι μαζί με άλλους 50 τρελούς. Ο πλούσιος μουρλάκιας, ειδικά αν παριστάνει τον μουρλάκια, περνά τον χρόνο του σε ένα πλούσιο κελί, με ανέσεις που εσύ κι εγώ ούτε στο καλύτερο ξενοδοχείο δεν θα τις έχουμε. |
| προέλευση: | news247.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 23:19:00 PM |
| συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |