λήμμα:> | ματζίρης/μουατζίρης, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το muhacir που σημαίνει πρόσφυγας, αραβικής προέλευσης μέσω τούρκικων. Βλ. σχετική συζήτηση στο http://lexilogia.gr/forum/. |
σημασία: | Τσιγκούνης, φιλάργυρος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | καβουροτσέπης |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Άσε κανένα ευρώ στο κυλικείο, ρε ματζίρη, κλέφτες θα γίνουν οι άνθρωποι? |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 06-05-2014 17:08:03 PM |
συγγραφέας: | Δημητροπούλου Παναγιώτα |