| λήμμα:> | μπαζογαμιάς, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη μπάζο και τη λέξη γαμιάς. |
| σημασία: | Χαρακτηρισμός για άντρα που συνευρίσκεται ερωτικά με άσχημες γυναίκες. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | σαβουρογάμης |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Και όπως λέει ο φίλος σου καλύτερα αγάμητος παρά μπαζογαμιάς. |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 06-05-2014 17:33:51 PM |
| συγγραφέας: | Δημητροπούλου Παναγιώτα |