λήμμα: | μπίχλας, ο |
μέρος του λόγου: | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη μπίχλα. |
σημασία: | Ο βρομιάρης. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | μπιχλιάρης, τυροβρομίκουλας, χλέμπουρας |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Δεν μπορώ άλλο μαθηματικά ούτε τον μπίχλα τον μαθηματικό μου που αλλάζει κάθε 2 μήνες ρούχα! |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 06-05-2014 23:01:43 PM |
συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |
Όνομα e-mail (δεν θα φαίνεται) ## | |