| λήμμα:> | μπιχλιάρης, -α, -ικο |
| μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη μπίχλα και το επίθημα -ιάρης. |
| σημασία: | Βρομιάρης, βρομιάρικος. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | μπίχλας, τυροβρομίκουλας, χλέμπουρας |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Εσένα όταν ήσουνα μικρός η μαμά σου δε σε ρώταγε κάθε φορά που έβγαινες έξω να παίξεις με τα παιδάκια αν φοράς καθαρό βρακί; Σε περίπτωση που χτυπήσεις και πας στο νοσοκομείο, να είσαι καθαρός, όχι μπιχλιάρης και σε δουν οι νοσοκόμες. |
| προέλευση: | moto.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 06-05-2014 23:03:28 PM |
| συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |