| λήμμα:> | μπομπάτος, -η, -ο |
| μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη μπόμπα και το επίθημα -άτος. |
| σημασία: | Εκπληκτικός, εξαιρετικός, "μπόμπα". |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | γαμάουα, καυλερός, τζαμάουα, τουμπανέιρο, τούμπανο, φακάτος |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ποιος δεν θέλει να περνάει ώρες στην κουζίνα; Δώσε μου μπομπάτη παρέα και σου ετοιμάζω ολόκληρο μενού. |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 06-05-2014 23:13:22 PM |
| συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |