| λήμμα:> | μπρίζωμα, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη μπριζώνω. |
| σημασία: | Το να "μπαίνει στην μπρίζα" κάποιος, να μπριζώνει. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Βιώνω τελευταία ένα πρωτόγνωρο μπρίζωμα το οποίο ανακάλυψα εσχάτως.
|
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 06-05-2014 23:56:12 PM |
| συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |