λήμμα:> | νταουνιάζω/νταουνιάζομαι |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη ντάουν (αγγλ. down = κάτω) και το επίθημα -ιάζω. |
σημασία: | Πέφτω ψυχολογικά, μελαγχολώ. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Μικρές στιγμές της ημέρας μού χαρίζουν τρελή χαρά, ενώ τις υπόλοιπες νταουνιάζω άσχημα. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 00:56:13 AM |
συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |