λήμμα:> | ντεθιάρικος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη ντεθ (ντεθ μέταλ μουσική, αγγλ. death metal) και το επίθημα -ιάρικος. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός που αποδίδεται για φωνή, μουσική, άκουσμα, στιλ που έχει στοιχεία της death metal μουσικής. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Από το πρώτο δευτερόλεπτο μας σφυροκοπούν τα τύμπανα! Μας κοπανάνε οι κιθάρες, μας βαράνε τα φωνητικά! Υποτίθεται πως παίζουν Death, αλλά μόνο η φωνή είναι ντεθιάρικη. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 01:02:31 AM |
συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |