ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  ίμο/emo ο, η
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Άκλιτο
ετυμολογία:  Από την αγγλική λέξη emo[tional], που σημαίνει (για άτομο) "ευκολοσυγκίνητος".
σημασία:  Μελοδραματικός έφηβος με αυτοκαταστροφικές τάσεις και ιδιαίτερο ντύσιμο.
θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  -
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  Κάποιες φορές είναι καταθλιπτικοί, κάποιες όχι, απλά έχουμε έντονα συναισθήματα. Μάλιστα, στην Ελλάδα και το εξωτερικό έχουν γίνει αυτοκτονίες, γιατί και καλά, αφού είμαι emo, πρέπει να αυτοκτονήσω!
προέλευση:  mustmagazine.gr
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  07-05-2014 13:26:29 PM
συγγραφέας:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ι - Ι

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 3.139.72.152