λήμμα: | κατσαβιδάκιας, ο |
μέρος του λόγου: | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη κατσαβίδι και το επίθημα -άκιας. |
σημασία: | Άτομο, κυρίως αρσενικού φύλου, που αρέσκεται στο να περιεργάζεται διάφορες συσκευές και μηχανήματα, χωρίς να έχει τις κατάλληλες γνώσεις για τη δομή και τη λειτουργία τους. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Μικρός ήσουν κατσαβιδάκιας? Μην ξεβιδώσεις το νέο σου iPhone 5! Δες τις photos για να μάθεις πώς είναι από μέσα! |
προέλευση: | facebook.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 15:01:39 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |
Όνομα e-mail (δεν θα φαίνεται) ## | |