ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  μπαζόμπαζο, το
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  Από διπλασιασμό της λέξης μπάζο.
σημασία:  Χαρακτηρισμός για πολύ άσχημη γυναίκα.
θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  θεόμπαζο, μπαζόλα, μπαλότσα, παντζούρω, πατόλα, πατσόλα, σαύρα
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  Ναι, αλλά πρέπει να χαλαρώσουν λίγο και οι γυναίκες, που το κάθε μπαζόμπαζο νομίζει ότι είναι good enough, ώστε να μοιράζει δεξιά αριστερά υφάκι και τουπέ.
προέλευση:  insomnia.gr
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  Φαινόμενο διπλασιασμού (για επίταση).
γράφτηκε στη βάση:  07-05-2014 16:25:16 PM
συγγραφέας:  Δημητροπούλου Παναγιώτα

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ μ - Μ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.223.125.236