λήμμα:> | σκουφάκι, το / σκουφίτσα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Το προφυλακτικό. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | κράνος |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Μπορεί να σε ξενερώνει αλλά ξεκίνα με διεισδύσεις χωρίς αυτό και όταν είσαι κάγκελο φόρα το σκουφάκι… |
προέλευση: | exomologiseis.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 21:53:08 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |