λήμμα:> | γυαλαμπούκας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Πιθανόν από τη λέξη γυαλιά και το τεμάχιο μπουκ- ("μπούκ-αλα") στη σύνθετη λέξη "πατομπούκαλα". |
σημασία: | Αυτός που φοράει μεγάλα γυαλιά οράσεως, με χοντρούς φακούς. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | πατομπούκαλος |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Είμαι γυαλαμπούκας και θολώνουν τα γυαλιά μου. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:52:34 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |