λήμμα:> | ρεπάρω |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το γαλλικό ρεπό (repos = ανάπαυση) και το επίθημα -άρω. |
σημασία: | Έχω ρεπό, άδεια από τη δουλειά. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Μιας και ρεπάρω από αύριο, κάλλιστα μπορώ να ξενυχτήσω και ο καφές να γίνει μπίρα κάποια στιγμή, ε; |
προέλευση: | bmwfans.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 19:24:49 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |