λήμμα:> | ρεπατζής, ο, ρεπατζού, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το γαλλικό ρεπό (repos) και τα επίθημα -τζής/-τζού. |
σημασία: | Αυτός που εργάζεται στα ρεπό άλλου για να καλύψει τη θέση του. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Εάν είσαι σταθερός ρεπατζής του Σαββατοκύριακου, αλαφρώνεις την Παρασκευή, αρχίζεις απ' το πρωί να ψιλοχαμογελάς, καθώς ένας καφές, ένα σινεμά μέσα στο Σαββατοκύριακο σου μοιάζουν ειδυλλιακά.
|
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 19:26:35 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |