λήμμα:> | ρίχνω άκυρο |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Απορρίπτω κάποιον ή κάτι. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | ρίχνω χι, χιώνω |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Του έριξε άκυρο ο Ολυμπιακός κι έτσι πάει στον ΠΑΟΚ. |
προέλευση: | boro.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 19:30:35 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |