| λήμμα:> | βαράω ενέσεις |
| μέρος του λόγου:> | Φράση |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | - |
| σημασία: | Έχω αγανακτήσει με κάτι, δεν το αντέχω, μου τη δίνει.
|
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | βαράω ενέσεις, βαράω τσίτες |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | 1) Έχω τρελαθεί και θα αρχίσω να βαράω ενέσεις, αγαπητέ αναγνώστη. 2) - Πώς είναι ο χειμώνας στο χωριό; - Είναι να βαράς ενέσεις. |
| προέλευση: |
2) http://greekargo.blogspot.gr
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 18:35:17 PM |
| συγγραφέας: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |