λήμμα:> | αγγαρειομάχος, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη αγγαρεία και το συνθετικό -μαχος. |
σημασία: | α) Στη στρατιωτική αργκό ο φαντάρος που του επιβάλλουν διαρκώς αγγαρείες. β) Ειρωνικός χαρακτηρισμός για κάποιον που κάνει αγγαρείες, δουλεύει εντατικά. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | α) Αλλά λέω ότι, όπως είναι δομημένη η θητεία, εκπαιδευτήκαμε να γίνουμε καθαρίστριες και σκοποί που ρίχνουν και καμιά βολή πού και πού (με λίγες εξαιρέσεις). Αυτό εννοώ ως αγγαρειομάχος. β) Κι ο μεγαλύτερος αγγαρειομάχος σ’ αυτήν την κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός, που δεν τον αφήνουν στην ησυχία του να δει τα DVD του. |
προέλευση: | α) adslgr.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 20:35:15 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |