ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  αγγαρειομάχος, ο
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  

Από τη λέξη αγγαρεία και το συνθετικό -μαχος.

σημασία:  

α) Στη στρατιωτική αργκό ο φαντάρος που του επιβάλλουν διαρκώς αγγαρείες.

β) Ειρωνικός χαρακτηρισμός για κάποιον που κάνει αγγαρείες, δουλεύει εντατικά.
θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  

-

αντίθετα:  

-

παραδείγματα χρήσης:  

α) Αλλά λέω ότι, όπως είναι δομημένη η θητεία, εκπαιδευτήκαμε να γίνουμε καθαρίστριες και σκοποί που ρίχνουν και καμιά βολή πού και πού (με λίγες εξαιρέσεις). Αυτό εννοώ ως αγγαρειομάχος.

β) Κι ο μεγαλύτερος αγγαρειομάχος σ’ αυτήν την κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός, που δεν τον αφήνουν στην ησυχία του να δει τα DVD του.
προέλευση:  

α) adslgr.com

β) naftilos.blogspot.gr

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  08-05-2014 20:35:15 PM
συγγραφέας:  ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ α - Α

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.222.20.30