ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  αγκαούγκας, ο
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  

Από τις κραυγές άγκα ούγκα.

σημασία:  

Πολύ ανόητος άνθρωπος.

θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  

άι κιου ραδικιού, αούγκανος, γκάου, στοκάδι

αντίθετα:  

-

παραδείγματα χρήσης:  

Σε ποιους νομίζει ο αγκαούγκας, ο πανίβλακας, ότι μιλάει…

προέλευση:  

tokavli.blogspot.gr

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  08-05-2014 20:43:22 PM
συγγραφέας:  ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ α - Α

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.118.119.77