λήμμα:> | αγκαούγκα |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από τις κραυγές άγκα ούγκα. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάποιον ή κάτι πολύ ανόητο. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | αούγκανος, γκάου |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Δεν έκανε στροφή στην πολιτική του! Νομίζει πως απευθύνεται σε ανθρώπους αγκαούγκα!
|
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 20:49:01 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |