λήμμα:> | αγορίτσι, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Συμφυρμός των λέξεων αγόρι και κορίτσι. |
σημασία: | Νεαρός άντρας με γυναικεία χαρακτηριστικά ή νεαρή γυναίκα με αντρικά χαρακτηριστικά.
|
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ντυμένη αγορίτσι με στιλάτο καπελάκι και την κλασική μας καπαρντίνα.
|
προέλευση: | justfollowthefashion.blogspot.gr
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Φαινόμενο συμφυρμού (blending). |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 20:59:02 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |