λήμμα:> | αγροτινέιτζερ, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις αγρός και τινέιτζερ (αγγλ. teenager). |
σημασία: | Υποτιμητικός χαρακτηρισμός νέου που κατάγεται από επαρχία. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Έχω δει αγροτινέιτζερ σε μπαράκι να βάζει φωτιά στο μπαρ την ώρα που πετάνε τις σαμπάνιες με τα κιβώτια. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Υβριδικός σχηματισμός. |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 21:03:53 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |