λήμμα:> | Αθηνέζος, ο, Αθηνέζα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από την Αθήνα και το επίθημα εθνικών ονομάτων -έζος/-έζα. |
σημασία: | Χρησιμοποιείται περιπαικτικά αντί του Αθηναίος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Ας πάει κάποιος Αθηνέζος για ρεπορτάζ, εγώ είμαι ένας φτωχός επαρχιώτης μπλόγκερ. 2) Λέγετε ό,τι θέλετε, αν έρθετε εδώ θα μαγευτείτε από τις γλυκιές Βολιώτισσες και τις λαχταριστές παταούγκες και δε θα θέλετε να φύγετε. Κι εγώ μετανοημένη Αθηνέζα είμαι. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 21:32:21 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |