λήμμα:> | ακάποτος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το α στερητικό και τη λέξη καπότα (= προφυλακτικό). |
σημασία: | (Για σεξουαλική επαφή) χωρίς τη χρήση προφυλακτικού. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Εδώ την πατάνε έμπειρα ζευγάρια που είναι χρόνια μαζί και ήρθε ο πιτσιρικάς να μαμήσει ακάποτος. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 21:58:40 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |