λήμμα:> | αλεπούτσα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις αλεπού και πούτσα. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για πονηρό άντρα ή πονηρή γυναίκα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Νομίζεις ότι εκτός από ανορθόγραφη είσαι και πονηρή σαν αλεπούτσα. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Φαινόμενο συμφυρμού (blending). |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 22:15:56 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |