λήμμα:> | σπατάνι, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Αναφέρεται ως πιθανή αρχική σημασία "κάτοικος της περιοχής των Σπάτων". |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάποιον που παρεμβαίνει προκαλώντας ποικίλες αισθητικές βελτιώσεις στο όχημά του, επιδίδεται στις κόντρες με μηχανές ή αυτοκίνητα, προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του και ακούει στη διαπασών σκυλάδικα στο αυτοκίνητό του, προκειμένου να τραβήξει την προσοχή των γυναικών. Τα ενδιαφέροντά του περιστρέφονται γύρω από τη μηχανή ή το αυτοκίνητό του, τις γυναίκες, το ποδόσφαιρο και τις κόντρες με μηχανές ή αυτοκίνητα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | κάγκουρας, μανιαούρι |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Σταντέ βάζεις αυτοκόλλητο κάγκουρας racing με φτηνά καλλιγραφικά και βγάζεις τη σέλα εντελώς. Έτσι, μπορείς να αυτοαποκαλείσαι μέγα σπατάνι και κάγκουρας. |
προέλευση: | hiphop.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 22:37:31 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |