λήμμα:> | Αμερικλάνος, ο, Αμερικλάνα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το Αμερικάνος και κλάνω. |
σημασία: | Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άτομο αμερικανικής καταγωγής. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ξεκολλάτε, ρε Αμερικλάνοι του κερατά. Υπάρχει παραδοσιακή κρητική λύρα και παραδοσιακή καθάρια φωνή! |
προέλευση: | freesymbolforum.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "Αμερικάνος". |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 22:22:53 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |