λήμμα:> | άμπαλος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το α στερητικό και τη λέξη μπάλα. |
σημασία: | α) Χαρακτηρισμός για ανίκανο ποδοσφαιριστή. β) Χαρακτηρισμός για κάποιον που είναι ανίκανος σε κάτι ή άσχετος με κάποιο θέμα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | α) Οι παίκτες είναι άμπαλοι. β) Κ όσο για την προσπάθεια απ' το κινητό CHAIRMAN καλή αλλά απ' την τεχνολογία είσαι άμπαλος.
|
προέλευση: | α) agones.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 22:25:09 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |