λήμμα:> | σπίντα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη speed (βασική σημασία "ταχύτητα", ονομάζεται έτσι είδος ναρκωτικής ουσίας που προκαλεί υπερδιέγερση). |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κατάσταση υπερδιέγερσης, υπερέντασης και υπερκινητικότητας. Βλ. και στη σπίντα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Πώς σας ακούγεται, λοιπόν, μετά από μια ζάλη από ποτά και κούραση όλη μέρα από τη δουλειά να μπαίνεις σε τρόλεϊ για να γυρίσεις σπίτι και να πετυχαίνεις όλους τους τρελούς τρολίτες μαζί; Και με αρχηγό έναν απίστευτο τύπο που είχε πιει 8 monsters φαντάζεστε σε τι σπίντα, υπερένταση και λογοδιάρροια ήταν… |
προέλευση: | storybox.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 22:39:49 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |