λήμμα:> | γαμήσιμος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το ρήμα γαμάω και το επίθημα -ιμος, κατά τον σχηματισμό λόγιων επιθέτων, π.χ. "φορολογήσιμος". |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για άτομο (κυρίως γυναίκα) που μπορεί να προκαλέσει σεξουαλική έλξη. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | αξιαγάμητος, γαμεύσιμος, γαμησάμπλ, κρεβατάμπλ, πηδήξιμος |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Εάν ξυριστώ, είμαι πολύ γλυκούλης. Με γένια τριών ημερών είμαι μαναράκι κι άμα αφήσω μούσια είμαι καύλα κι αρκετά γαμήσιμος. |
προέλευση: | forum.cosmopolitan.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 18:15:32 PM |
συγγραφέας: | Βαλσαμή Αργυρώ |