λήμμα:> | στάκαμαν |
μέρος του λόγου:> | Επίρρημα |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις στάκα (= στάσου/σταθείτε, προστακτική του ρ. στέκομαι) και μαν (αγγλ. man). |
σημασία: | (Για) στάσου/ σταθείτε, (για) κάτσε/ καθίστε. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | _ |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Στάκαμαν, ρε φιλαράκι. Βγαίνεις και διαδίδεις δημόσια πως κάποια κυρία με όνομα και επώνυμο είναι ψυχασθενής, παίρνει φάρμακα, τελεί υπό ιατρική παρακολούθηση κατ' οίκον και στο καπάκι... μας βάζεις και χέρι γιατί... θίγουμε υπολήψεις? |
προέλευση: | prasinanea.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Υβριδικός σχηματισμός. |
γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 22:52:25 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |