λήμμα:> | γίνομαι ντέφι |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Μεθάω. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | γίνομαι ζάντα, γίνομαι κόκαλο, (στον πληθ.) γινόμαστε κουρούμπελα, γίνομαι λιάρδα |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Γενικά οινοπνευματώδη δεν πίνω, μόνο ούζο και μπίρα, αλλά και με νερό γίνομαι ντέφι άμα είμαι στις μαύρες μου! |
προέλευση: | kantomagapi.blogspot.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 20:12:25 PM |
συγγραφέας: | Βαλσαμή Αργυρώ |